Ο Ανδρέας Παπανδρέου μας κληροδότησε ένα κόμμα εξουσίας που πάντα έθετε υψηλούς στόχους και εξέφραζε…
Άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων – Επί της αρχής
Ομιλία στην Ολομέλεια
Συζήτηση επί της αρχής του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Οικονομικών: «Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας. Κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων»
Ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συζητούμε σήμερα ένα νομοσχέδιο το οποίο εντάσσεται στη συνολική προσπάθεια που πραγματοποιεί αυτή η Κυβέρνηση για τη σωτηρία της χώρας και την αποφυγή των χειρότερων συνεπειών από την οικονομική κατάσταση, που μας κληροδότησε η προηγούμενη κυβέρνηση.
Βεβαίως, χαιρετίζω αυτήν τη νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία είναι πλήρως ταυτισμένη σε φιλοσοφία και σε ήθος με τη γενικότερη στρατηγική και τις αποφάσεις που παίρνει αυτή η Κυβέρνηση. Γιατί με αυτό το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επιτυγχάνονται τρεις στόχοι:
Πρώτον, επιτυγχάνεται η μείωση των τιμών των παρεχόμενων υπηρεσιών, η οποία προκαλείται από το μεγαλύτερο ανταγωνισμό με προφανές όφελος για τη μεγάλη μάζα των καταναλωτών.
Δεύτερον, εμπεδώνεται το αίσθημα δικαιοσύνης προς όλους τους Έλληνες πολίτες. Την ίδια στιγμή που γίνεται εξορθολογισμός και μειώσεις απολαβών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε μία ενιαία βάση, δεν μπορεί κάποιοι με κρατικό προστατευτισμό, με αποφάσεις που λαμβάνονται σε αυτόν εδώ το χώρο, να απολαμβάνουν αποδοχές πολύ μεγαλύτερες απ’ αυτές που απολαμβάνουν άνθρωποι με το ίδιο επίπεδο σπουδών και την ίδια ένταση εργασίας. Βεβαίως, δεν μπορεί, την ίδια στιγμή που ζητάμε και νομοθετούμε επώδυνες μειώσεις σε συνταξιούχους και χαμηλόμισθους, να «κλείνουμε το μάτι» σε συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες, οι οποίες, ως διά μαγείας, καταφέρνουν να έχουν απολαβές πολύ υψηλότερες από το μέσο όρο.
Τρίτον, με αυτό το νομοσχέδιο δίνουμε μια τελευταία –ίσως και τη μοναδική- ευκαιρία στη νέα γενιά, που σήμερα σε ποσοστό πάνω από 20% βρίσκεται στην ανεργία, που σε ποσοστό που υπερβαίνει το 50% ετεροαπασχολείται -μιλάμε για πτυχιούχους, αποφοίτους πανεπιστημίων- και, βεβαίως, σε μια νέα γενιά που σε αυτό το περιβάλλον επιλέγει ως μονόδρομο τη μετανάστευση για την επαγγελματική αποκατάσταση.
Άρα, με αυτό το νομοσχέδιο, ουσιαστικά βάζουμε τέλος σε μια συντεχνιακή αντίληψη, η οποία σε συνεργασία με το πολιτικό κατεστημένο και την πολιτική νοοτροπία, από τη Μεταπολίτευση μέχρι και σήμερα κατόρθωνε διαρκώς να αποκομίζει προνόμια, να επαυξάνει αυτά τα προνόμια και, βεβαίως, την ίδια στιγμή φρόντιζε να κλείνει τις πόρτες προς νέους επαγγελματίες και να στρεβλώνει την αγορά, αυξάνοντας προκλητικά το κόστος για το μέσο πολίτη. Αυτή η κατάσταση βόλευε και συνεισέφερε στη συνεχιζόμενη πελατειακή αντίληψη μεταξύ συγκεκριμένων ομάδων συμφερόντων, συγκεκριμένων επαγγελματικών συλλόγων και συνδικάτων και του πολιτικού συστήματος.
Το νομοσχέδιο, λοιπόν, αυτό είναι ένα νομοσχέδιο το οποίο από τη μία διασφαλίζει το δημόσιο συμφέρον και από την άλλη επιχειρεί να προασπίσει και να διασφαλίσει αξιοπρεπείς και ποιοτικές υπηρεσίες. Είναι, όμως, ξεκάθαρο;
Φοβάμαι, κύριε Υπουργέ, ότι σε πολλά σημεία υπάρχουν ασάφειες. Το νομοσχέδιο παραπέμπει σε πάρα πολλές υπουργικές αποφάσεις και προεδρικά διατάγματα για θέματα, τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να ρυθμιστούν με το παρόν σχέδιο νόμου, όπως το ύψος των αμοιβών σε πολλές παρεχόμενες υπηρεσίες. Αυτό είναι θέμα πολιτικής επιλογής και πολιτικής απόφασης. Όταν εμείς λέμε ότι νομοθετούμε υπέρ του μέσου πολίτη και διασφαλίζουμε το εισόδημα του μέσου νοικοκυριού, το οποίο συνεχώς πλήττεται, δεν μπορεί να κρατάμε υποχρεωτικές αμοιβές στα ακίνητα χαμηλής αξίας, που αφορούν χαμηλά εισοδήματα και να αφήνουμε ελεύθερες αμοιβές στα μεγάλα εισοδήματα.
Επίσης, πολλά επαγγέλματα εξαιρούνται εξ αρχής από το σχέδιο νόμου για λόγους, όπως λέει η αιτιολογική έκθεση, ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Όμως, ακόμη και σε αυτά τα επαγγέλματα βλέπουμε να υπάρχουν διαφορετικά μέτρα και σταθμά. Φερ’ ειπείν νομικές συμβουλές σήμερα μπορούν να παρέχονται μόνο από εταιρείες δικηγόρων που συστήνονται αποκλειστικά από δικηγόρους, σύμφωνα με το π.δ. 81/2005. Φαρμακευτικές υπηρεσίες, όπως πρόσφατα επιβεβαιώσαμε με το νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας, μπορούν να παρέχονται μόνο από έχοντες άδεια ασκήσεως επαγγέλματος φαρμακοποιού, σύμφωνα με το νόμο του 1932. Την ίδια στιγμή, υπηρεσίες μηχανικών μπορεί να παρέχονται από εταιρείες, που οι ιδιοκτήτες δεν είναι μηχανικοί, όπως επίσης –και αυτό διαφαίνεται και από το νομοσχέδιο- υπηρεσίες υγείας μπορούν πλέον να παρέχονται ελεύθερα από εταιρείες στις οποίες πλέον δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στη μετοχική σύνθεση.
Επίσης, βλέπουμε ότι με αυτό το νομοσχέδιο μπορούν οι δικηγόροι να ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερους νομούς. Στα άλλα επαγγέλματα υπάρχουν απαγορεύσεις.
Παίρνοντας αυτήν τη νομοθετική πρωτοβουλία, με την οποία, κύριε Υπουργέ και κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εγώ προσωπικά είμαι απόλυτα σύμφωνος επί της αρχής και της φιλοσοφίας, θα πρέπει να εφαρμόζουμε τις ίδιες ακριβώς αρχές σε όλα τα επαγγέλματα και σε όλες τις περιπτώσεις.
Αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία έρχεται σε συνέχεια του ν. 3844/2010 για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 123/2006, όπου προσδιορίζονται οι επιτακτικοί λόγοι του δημοσίου συμφέροντος, στους οποίους αναφέρω ενδεικτικά ότι περιλαμβάνεται η δημόσια τάξη, η δημόσια ασφάλεια, η δημόσια υγεία και η προστασία των καταναλωτών. Βεβαίως, σαφώς εξαιρεί τις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης. Αυτή, λοιπόν, ήταν μια οριζόντια νομοθετική πρωτοβουλία που άνοιξε και προλείανε το έδαφος για το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα.
Όσον αφορά τα θέματα υγείας, ευτυχώς ο Υπουργός Υγείας κ. Λοβέρδος πρόλαβε την οποιαδήποτε συζήτηση στην προχθεσινή του συνέντευξη στα ΝΕΑ, όπου στην ερώτηση αν με το νόμο περί κλειστών επαγγελμάτων θα επιτραπεί σε οποιονδήποτε επιχειρηματία να ανοίγει ιατρικά κέντρα, χωρίς να είναι απαραίτητο να κατέχουν ιατροί το 51% των μετοχών, απαντά «σε καμμία περίπτωση, ο νόμος της κ. Ξενογιαννακοπούλου δεν πρόκειται να αλλάξει». Φαντάζομαι πως αναφέρεται στην πολιτική απόφαση της προηγούμενης Υπουργού Υγείας να αποσύρει το προεδρικό διάταγμα, το οποίο επέτρεπε να έχουν το 51% των διαγνωστικών κέντρων μη γιατροί. Θα ήταν σκόπιμο να αποτυπωθεί αυτή η πολιτική βούληση του Υπουργού Υγείας, όσο και της προκατόχου του στο ίδιο Υπουργείο και στο παρόν σχέδιο νόμου, για να μην υπάρχει οποιαδήποτε παρερμηνεία.