Με την ευκαιρία της εορτής των Ενόπλων Δυνάμεων, ο τομεάρχης Εθνικής Άμυνας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής…
Πρώτη κατοικία: Μια λάθος πολιτική σε λάθος χρόνο- ΑΡΘΡΟ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΠΡΩΙΝΗ»
«Πλειστηριασμοί», «κόκκινα δάνεια», «προστασία πρώτης κατοικίας»: λέξεις και φράσεις που μάθαμε για τα καλά στα χρόνια της κρίσης. Εισήλθαν ορμητικά και αποτέλεσαν κεντρικό θέμα στον δημόσιο λόγο, την πολιτική αντιπαράθεση, τις οικονομικοκοινωνικές αναλύσεις. Και όχι μόνο εκεί, αλλά κυρίως στη ζωή, την καθημερινότητα και τις αγωνίες χιλιάδων νοικοκυριών σε όλη τη χώρα.
Η προστασία της πρώτης κατοικίας για όσους είχαν υπαχθεί στον νόμο 4605/2019 έληξε στις 31 Ιουλίου, με την αγωνία να αγγίζει κόκκινο. Πριν λίγες μέρες ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τους πάντες, και ιδίως τους αδύναμους συμπολίτες μας, εξήγγειλε παράταση της προστασίας μέχρι το τέλος του 2020, καθώς, όπως τόνισε πομπωδώς, από το καινούργιο έτος, θα ισχύει ο νέος Πτωχευτικός Νόμος. Οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες έγιναν όχι στο «παρά πέντε», αλλά στο «και πέντε», απόδειξη της ολιγωρίας της κυβέρνησης, αλλά και του δόγματος «πρώτα η επικοινωνία»: έπρεπε, φαίνεται, να γίνουν από βήματος της ΔΕΘ. Εκτός αυτού, τον πρωθυπουργό είχαν προλάβει οι τραπεζίτες, καθώς την παράταση είχε ανακοινώσει, ήδη μια μέρα πριν, η Ελληνική Ένωση Τραπεζών. Πρωτοφανή πράγματα!
Πέραν των παραπάνω –όχι ασήμαντα– φάουλ, το κεντρικό ζήτημα είναι ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας, ο οποίος, σε εφαρμογή Ευρωπαϊκής Οδηγίας έρχεται να αντικαταστήσει όλα τα παλαιότερα νομοθετήματα για ρύθμιση και απαλλαγή χρεών, υπάγοντας τα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε έναν ενιαίο Κώδικα. Οι προσδοκίες είναι πολλές, καθώς δημιουργείται ένα νέο ενιαίο πλαίσιο, το οποίο μάλιστα η κυβέρνηση «διαφημίζει» με κάθε τρόπο. Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική: οι διατάξεις του νέου πτωχευτικού δεν διασφαλίζουν την πρώτη κατοικία, συνιστώντας. μια σοβαρή επιδείνωση σε σχέση με τα ισχύοντα.
Με τον νέο πτωχευτικό, οι ιδιοκτήτες –από τη στιγμή που θα θεωρηθούν «ευάλωτοι»– χάνουν την κυριότητα της πρώτης κατοικίας, μεταβάλλονται σε ενοικιαστές για δώδεκα χρόνια, καταβάλλοντας ενοίκια στον νέο φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης που θα δημιουργηθεί. Το παράδοξο, αλλά κυρίως δυσβάσταχτο και άδικο, είναι ότι η καταβολή των ενοικίων δεν τους διασφαλίζει σε τίποτα: για να επαναγοράσουν το σπίτι τους, θα πρέπει μετά τη λήξη της δωδεκαετίας να καταβάλουν τίμημα που αντιστοιχεί στην τρέχουσα εμπορική αξία του ακινήτου, χωρίς να αφαιρούνται τα ποσά που έχουν καταβάλλει επί δώδεκα χρόνια για ενοίκια. Πόσοι θα είναι άραγε σε θέση να κάνουν κάτι τέτοιο;
Οι διατάξεις αυτές είναι εξαιρετικά δυσμενείς για τα ευάλωτα νοικοκυριά. Πώς θα μπορέσει κάποιο νοικοκυριό, το οποίο είναι ευάλωτο, να επαναγοράσει το σπίτι του σε δώδεκα χρόνια; Ας σημειωθεί ότι τα κριτήρια που τίθενται για να χαρακτηριστεί «ευάλωτο» είναι πολύ αυστηρά (7.000 ευρώ εισόδημα για ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό, προασαυξανόμενο κατά 3.500 για κάθε επιπλέον άτομο, με «ταβάνι» τα 21.000 ευρώ). Με αυτά τα όρια η επαναγορά, μοιάζει εξωπραγματική.
Αν μιλήσουμε τώρα για τη μεσαία τάξη, για την οποία τόσο πολλά έχει και τόσο λίγα έχει πράξει κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Με τα παραπάνω εισοδηματικά όρια, τα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης βρίσκονται στον αέρα, καθώς δεν υπάγονται στις διατάξεις του νέου Πτωχευτικού.
Ο νέος Πτωχευτικός δεν ανταποκρίνεται, σε καμιά περίπτωση, στις ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας. Είναι εντυπωσιακή, αν όχι προκλητική, η αναντιστοιχία του με την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί: το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 15,2% το δεύτερο τρίμηνο της χρονιάς, το καλοκαίρι ήταν εξαιρετικά δύσκολο για πολλούς κλάδους, η πορεία της πανδημίας και τα σχετικά μέτρα περιστέλλουν την επιχειρηματική δραστηριότητα. Στο κλίμα αυτό, μάλιστα, οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Ιούλιο του 2020 κάνουν λόγο για αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σε αυτή την κρίσιμη καμπή, χρειάζονται μέτρα σε εντελώς άλλη κατεύθυνση, που θα δημιουργούν ένα ισχυρό δίκτυ προστασίας του κοινωνικού ιστού και της οικονομικής δραστηριότητας. Ο νέος Πτωχευτικός δεν υπηρετεί τις ανάγκες αυτές.