Για να μιλάμε καθαρά, είναι άλλο πράγμα η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και…
Ομιλία στο Νομοσχέδιο του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας «Για την ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της χώρας».
Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,
Εμείς στο ΠΑΣΟΚ, στην παράταξή μας, είμαστε υπερήφανοι για τις αρχές που καθόρισαν την εξωτερική και αμυντική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου.
Οι εποχές μπορεί να έχουν αλλάξει, οι σταθερές που συνδέονταν με τον διπολικό κόσμο εκείνης της εποχής, μπορεί να έχουν μεταβληθεί.
Οι αρχές μας, όμως, στην εθνική, εξωτερική και αμυντική πολιτική, παραμένουν πιο επίκαιρες από ποτέ.
Και προσφέρονται για μελέτη, περισυλλογή και προσαρμογή στα δεδομένα ενός πολυπολικού κόσμου, προκειμένου να υπερασπιστούμε αποτελεσματικά τα εθνικά και κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Θα ψηφίσουμε και τις οκτώ συμβάσεις, αφού παρά τις εύλογες και τεκμηριωμένες ενστάσεις που μπορεί να έχει κανείς για βελτιωτικές παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να γίνουν, είναι επιτακτική η ανάγκη για την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος των Ενόπλων μας Δυνάμεων.
Γιατί η συγκεκριμένη προμήθεια μεταβάλλει άρδην τις επιχειρησιακές δυνατότητες του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής μας Αεροπορίας έναντι της εξ’ ανατολών σταθερής και πολυετούς απειλής.
Και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι άνθρωποι που θα κληθούν να υπερασπιστούν την πατρίδα, αν ποτέ χρειαστεί.
Εύχομαι, όμως, και ελπίζω-και πιστεύω βαθιά ότι με αυτή την τοποθέτηση διερμηνεύω και τα αισθήματα όλων των έντιμων, άξιων και ικανών στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων- εύχομαι και ελπίζω οι συγκεκριμένες προμήθειες να είναι οι τελευταίες που αναζητούν νομιμοποίηση μέσω ενός νόμου.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάτε, κύριοι της κυβέρνησης, ότι υπάρχει συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις αμυντικές προμήθειες, ο νόμος 3978 του 2011 που τροποποιήθηκε και από τη δική σας κυβέρνησης.
Και με βάση αυτό το πλαίσιο, πρέπει να ακολουθείται συγκεκριμένη διαδικασία για τις προμήθειες οπλικών συστημάτων.
Και όχι, βέβαια, διαρκώς οι επιμέρους συμβάσεις να μην προσαρμόζονται στην εθνική νομοθεσία, γεγονός που καθιστά αναγκαία την περιβολή τους με την τυπική ισχύ ενός νόμου.
Με ποια διαδικασία του Ν.3978/11 επελέγη η συγκεκριμένη πρόταση;
‘Εγινε με ανταγωνιστικό διάλογο;
Δημοσιεύτηκε κάποια διακήρυξη;
Εφαρμόστηκε η εξαιρετική διάταξη του άρθρου 42 του Ν.3978/11;
Με ποιο τρόπο έχει εξασφαλιστεί η διακλαδικότητα, διαλειτουργικότητα και συνεργασία με άλλα κρίσιμα οπλικά συστήματα των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως ραντάρ εδάφους, ελικόπτερα, πυροβολαρχίες
Υπάρχουν έγγραφες διασφαλίσεις για την ασφάλεια εφοδιασμού και πληροφοριών;
Αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα, προς αποφυγή επανάληψης ίδιων διαδικασιών στο μέλλον.
Ούτε πρέπει να προσπερνάμε το γεγονός ότι η βιαστική και αποσπασματική αντιμετώπιση του κορυφαίου ζητήματος της χώρας-και αναφέρομαι σε αυτό της Εθνικής Άμυνας-συνεπάγεται διαρκείς κινδύνους, υψηλά κόστη προμήθειας, αλλά και έλλειψη σταθερού προσανατολισμού και προγραμματισμού των αναγκαίων στρατιωτικών προμηθειών.
Η κυβέρνηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να θριαμβολογεί.
Και δεν αναφέρομαι στην απαράδεκτη προσπάθεια καπηλείας και κομματικής εκμετάλλευσης της άφιξης των πρώτων Rafale και φυσικά εννοώ το προκλητικό και κακής ποιότητας σποτ με το σήμα της Νέας Δημοκρατίας.
Στα ατσάλινα φτερά της Πολεμικής μας Αεροπορίας δεν υπάρχει χώρος για το λογότυπο κανενός κόμματος.
Υπάρχει μόνο το εθνόσημο.
Από εκεί και πέρα όμως, η κυβέρνηση επιδεικνύει προχειρότητα.
Γιατί τι άλλο υποδηλώνει το γεγονός ότι δεν είναι ακόμη έτοιμες οι αναγκαίες υποδομές εγκατάστασης και συντήρησής των Rafale;
Πριν από λίγες ημέρες, με μεγάλη χρονική καθυστέρηση, μεγαλύτερη του ενός έτους και μετά την παραλαβή των πρώτων αεροσκαφών ανακοινώθηκε η διενέργεια δημοσίων διαγωνισμών για την επιλογή αναδόχων σε τρία έργα διαμόρφωσης εγκαταστάσεων στο αεροδρόμιο υποδοχής των αεροσκαφών.
Mε μεγάλη και σημαντική καθυστέρηση.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Οι Έλληνες πολίτες γνωρίζουν από ποιον απειλείται η εθνική μας ακεραιότητα. Η απειλή αυτή προέρχεται ξεκάθαρα από την Τουρκία.
Εκφράζεται με έναν απροκάλυπτο αναθεωρητισμό, που περιλαμβάνει και εδαφικές διεκδικήσεις.
Με την απόπειρα μετατροπής του Αιγαίου σε ένα υβριδικό περιβάλλον, στο οποίο δεν θα ισχύει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.
Με την ξεκάθαρη πρόθεση να αποκοπεί και να παραιτηθεί η Ελλάδα από τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Δεν αρκεί να έχεις ως σημείο αναφοράς τη δημοκρατική παράταξη ή να διεκδικείς το ρόλο της δημοκρατικής παράταξης.
Πρέπει να το αποδεικνύεις.
Και η δημοκρατική παράταξη ποτέ δεν υιοθέτησε μειοψηφικές απόψεις, ούτε επέδειξε χαλαρά αντανακλαστικά στα εθνικά μας θέματα.
Ποτέ δεν μετέτρεψε σε πεδίο κομματικής αντιπαράθεσης τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ήξερε να ασκεί σκληρή και δομική αντιπολίτευση, καταψήφιζε τους προϋπολογισμούς των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας.
Αλλά από θέση αρχής ψήφιζε, ως ΠΑΣΟΚ, πάντα τις αμυντικές δαπάνες.
Στην νεότερη πολιτική μας ιστορία κυριάρχησαν δύο μορφές, στις δύο μεγάλες παρατάξεις.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου στη δημοκρατική παράταξη και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στη συντηρητική παράταξη.
Αυτή είναι η αλήθεια και η ιστορία δεν ξαναγράφεται, όσο και να θέλουν κάποιοι.
Παρά τις διαφορές τους, τις βαθιά πολιτικές διαφορές που είχαν , ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έβαλαν τη σφραγίδα τους στο δόγμα της εξωτερικής μας πολιτικής, αναγνωρίζοντας και οι δύο ότι η κύρια απειλή που αντιμετωπίζει η χώρα μας είναι η Τουρκία.
Η κοινή θέση τους ότι η μοναδική διαφορά που υπάρχει με την Τουρκία για παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, δεσμεύει όλες τις κυβερνήσεις μετά την μεταπολίτευση.
Αποτελεί ένα από τα σταθερά δόγματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Και θα ήθελα να ακουστεί και σήμερα σε αυτή την αίθουσα από τον Πρωθυπουργό ότι το δόγμα αυτό δεν έχει αλλάξει.
Και δεν θα μπορούσε άλλωστε να αλλάξει, καμία κυβέρνηση δεν έχει την πολιτική νομιμοποίηση να αποδεχτεί και να αναγνωρίσει τις διαφορές που θέτει η Τουρκία στο τραπέζι.
Το τελευταίο διάστημα, η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας θέτει ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, την οποία συνδέει με την κυριαρχία των νησιών αυτών, κάτι που είναι προδήλως αβάσιμο, με βάση τη συνθήκη της Λωζάννης.
Εντάσσεται, όλη αυτή η ρητορική-με μια πρωτοφανούς κλιμάκωσης όξυνση-σε μια συνολική προσπάθεια αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά.
Δε διστάζουν, μάλιστα, οι γείτονές μας να αντιστρέφουν ακόμα και τις έννοιες του διεθνούς δικαίου, προκειμένου να αμφισβητήσουν απροκάλυπτα την εθνική μας κυριαρχία.
Το άρθρο 51 όμως του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ, που είναι πέρα και πάνω από συνθήκες, και ισχύει στο διηνεκές είναι ξεκάθαρο ως προς το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας για ένα κράτος που απειλείται.
Καμία ελληνική κυβέρνηση, θα το επαναλάβω και σε αυτή την περίπτωση, δεν έχει πολιτική νομιμοποίηση για να αποδεχθεί την τουρκική απαίτηση για αποστρατιωκοποίηση των νησιών, που είναι το πρώτο βήμα για την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά.
Όπως και να αποδεχθεί συστάσεις συμμάχων ή φίλων προς αυτή την κατεύθυνση.
Να αφαιρέσει, δηλαδή, από αυτά τα νησιά την αποτρεπτική ισχύ που εγγυάται την άμυνα τους, αφού μέσω της αποστρατικοποίησης η Τουρκία επιχειρεί να διευρύνει τη θεωρία των γκρίζων ζωνών και στα μεγάλα νησιά του Αιγαίου.
Το ίδιο ισχύει και για το ενδεχόμενο παραίτησης της χώρας μας από τις πρόνοιες του Δικαίου της Θάλασσας.
Το οποίο δεν έχει a la carte εφαρμογή. Το Αιγαίο δεν είναι ειδική περίπτωση.
Κάθε χώρα, με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, έχει το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, όποτε θέλει να ασκήσει αυτό το δικαίωμα.
Κάθε νησί που κατοικείται , έχει επήρεια ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, όπως ορίζουν οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.
Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η Ελλάδα , αν συνεχιστούν οι τουρκικές προκλήσεις, θα ασκήσει το δικαίωμα της προσφυγής στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Το έθεσε ως ενδεχόμενο ο κ.Δένδιας στις 4 Σεπτεμβρίου του 2020, θα πρέπει να τεθεί για μία ακόμα φορά, απερίφραστα.
Να αντιληφθούν όλοι ότι η Ελλάδα δεν θα παραμείνει απαθής, δεν αποδέχεται λογικές κατευνασμού μιας επιθετικής και αναθεωρητικής δύναμης.
Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,
Έχω πει επανειλημμένα ότι η Ελλάδα , κάποια στιγμή , θα πρέπει να πάψει να είναι χώρα-πελάτης.
Η κυβέρνηση έχει μιλήσει πολλές φορές για την ενίσχυση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.
Εδώ και δυόμισι όμως χρόνια, δεν έχει συγκροτήσει μια εθνική στρατηγική και ένα επιχειρησιακό σχέδιο για την ανάπτυξη της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.
Τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα απαξιώθηκαν από την κυβέρνηση, αφού απαγορεύτηκε ουσιαστικά η συμμετοχή τους στην παραγωγή πυρομαχικών για την κάλυψη των αναγκών των Ενόπλων μας Δυνάμεων.
Η ΕΑΒ θα έπρεπε να είχε αναλάβει την εργοστασιακή συντήρηση των λειτουργικών συστημάτων των Rafale.
Τα Ναυπηγεία παραμένουν σε μια κατάσταση φθοράς και αβεβαιότητας. H ναυπήγηση των νέων κορβετών αλλά και ο εκσυγχρονισμός και αναβάθμιση των παλαιών φρεγατών τύπου ΜΕΚΟ, μπορούν και πρέπει να γίνουν στα ελληνικά ναυπηγεία.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Μια εθνική αμυντική πολιτική προϋποθέτει , στις προμήθειες οπλικών συστημάτων που γίνονται από άλλες χώρες, να υπάρχει και ως αντιστάθμισμα η ενίσχυση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.
Αυτό σημαίνει ότι κάθε προμήθεια οπλικών συστημάτων πρέπει να συνδυάζεται και με μια παράλληλη συμφωνία εκτέλεσης συγκεκριμένου έργου από την ελληνική αμυντική και ναυπηγική βιομηχανία.
Και αυτό αφορά και στις φρεγάτες Belhara και στα Rafale.
Για να δούμε πως λειτουργούν άλλες χώρες, θα επισημάνω τη δήλωση της Υπουργού Άμυνας της Γαλλίας κ.Φλοράνς Παρλί, η οποία τόνισε ότι ‘’χάρη στη συμφωνία με την Ελλάδα για την προμήθεια τριών φρεγατών, εξασφαλίζονται 2.200 θέσεις εργασίας στη Γαλλία σε ορίζοντα πενταετίας στα Γαλλικά Ναυπηγεία’’.
Την καταθέτω στα πρακτικά, είναι μια δήλωση που έγινε ενώπιον του Έλληνα Υπουργού Εθνικής Άμυνας.
Ο οποίος υπέγραψε MOU με ιδιωτικές εταιρείες, ενώ δεν είχαν καν συνεδριάσει τα αρμόδια όργανα του επιχειρησιακού φορέα.
Και βέβαια η συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας σε υποκαταστευαστικά προγράμματα, δεν κατοχυρώνεται μόνο με MOU αλλά με δεσμευτικά συμβόλαια.
Το ενδεχόμενο υλοποίησης του προγράμματος προμήθειας των νέων κορβετών του Πολεμικού Ναυτικού σε ελληνικά ναυπηγεία, με βάση και τη σχετική πρόταση που ήδη έχει κατατεθεί, θα πρέπει να απασχολήσει άμεσα το Ελληνικό Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Όπως και ένα συνολικό σχέδιο για την ανάπτυξη της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.
Και είναι καιρός να αξιοποιήσουμε το πιο πολύτιμο κεφάλαιο που διαθέτουμε.
Τους ανθρώπους και τους εργαζόμενους στην ΕΑΒ στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα, τα Ναυπηγεία, τον ιδιωτικό τομέα με ειδίκευση στις νέες τεχνολογίες, στην έρευνα και την καινοτομία.
Το ανθρώπινο δυναμικό, στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, λαμπρά μυαλά, με ερευνητικό έργο, ιδέες, γνώσεις, προτάσεις, μοναδικές ικανότητες.
Όλοι αυτοί μπορούν να δημιουργήσουν μια ελληνική αμυντική βιομηχανία υψηλών απαιτήσεων και προδιαγραφών.
Η ιστορία των τριών υποβρυχίων τύπου 214 που η κατασκευή τους ολοκληρώθηκε στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά από μια εμπνευσμένη ομάδα του Πολεμικού Ναυτικού και σήμερα θεωρούνται συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας και αμυντικό υπερόπλο έναντι της Τουρκίας, δείχνει το δρόμο.
Είναι βέβαιο, ότι εκτός από το Πολεμικό Ναυτικό, υπάρχουν εμπνευσμένα στελέχη με τις ίδιες ικανότητες και στα άλλα δύο όπλα, καθώς και ένα επιστημονικό δυναμικό που μπορεί να στηρίξει την προσπάθεια ανάπτυξης της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.
Έμψυχο δυναμικό και των τριών σωμάτων που ενώ συνιστά τον πολλαπλασιαστή ισχύος της μαχητικής ικανότητας των Ενόπλων Δυνάμεων, έχει αφεθεί στην τύχη του.
Γιατί μια ελληνική αμυντική βιομηχανία αποτελεί μια ισχυρή προϋπόθεση για την ανάπτυξη και μιας αμυντικής διπλωματίας με πολλαπλά οφέλη.
Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που ο εξ ανατολών γείτονάς μας έχει επενδύσει στην ανάπτυξη της αμυντικής του βιομηχανίας, βελτίωσε την αυτονομία της και πέτυχε ανεξαρτητοποίηση του στρατιωτικού της εξοπλισμού σε μεγάλο βαθμό, βασίζοντας τις ανάγκες της μόνο κατά 30% σε ξένους προμηθευτές.
Ταυτόχρονα, η Τουρκία χρησιμοποιεί την τεχνογνωσία και παραγωγή UAV – η κατασκευή των οποίων βασίζεται, δυστυχώς, και σε ευρωπαϊκές εξοπλιστικές εταιρείες- προκειμένου να αυξήσει την επιρροή της σε χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ασφάλειας ή να επικυρώσει διπλωματικές και εμπορικές συμφωνίες με διάφορες χώρες.
Aυτή τη στιγμή η Τουρκία διαθέτει έναν στόλο ενεργών 200 περίπου UAV διαφόρων τύπων που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να μεταφέρουν 1,3 τόνους πυραύλων και βομβών.
Tο τελευταίο τρίμηνο έχει κλιμακωθεί η χρήση UAV από την Τουρκική πολεμική αεροπορία κατά τη διάρκεια παραβιάσεων του Εθνικού Εναερίου Χώρου και παραβάσεων των κανόνων εναέριας κυκλοφορίας στο FIR Αθηνών.
Η χώρα μας δεν μπορεί πια να αρκείται στην αναζήτηση συστημάτων αντιμετώπισης μεμονωμένων UAV ή σμηνών που έχουν ως στόχο τον κορεσμό της αεράμυνας.
Ούτε να απογειώνει μαχητικά με πιλότους για να αναχαιτίζουν ή να ελέγχουν μη επανδρωμένα αεροσκάφη, σε αυτή την περίπτωση εμείς ρισκάρουμε πολλά και έχουμε πολλαπλάσιο κόστος σε σχέση με την άλλη πλευρά.
Οφείλουμε να κινηθούμε άμεσα και δραστικά.
Να επενδύσουμε σε νέες τεχνολογίες, στην έρευνα, σε σύγχρονα συστήματα.
Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι
Κανείς δεν θέλει μια κούρσα εξοπλισμών, χωρίς όριο.
Κανείς δεν θέλει τον πόλεμο.
Η αποφυγή του, όμως, προϋποθέτει την διαμόρφωση και άσκηση μιας ενεργητικής και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.
Με πρωτοβουλίες και πίεση προς τους ευρωπαίους εταίρους, αλλά και τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ, ώστε η Τουρκία να συμμορφωθεί στο διεθνές δίκαιο και να σταματήσει τις προκλήσεις.
Όταν παραχωρούμε διευκολύνσεις, όταν συμμετέχουμε σε αμυντικές συμφωνίες , τότε θα πρέπει να διασφαλίζουμε ανταλλάγματα που θωρακίζουν και κατοχυρώνουν τα εθνικά μας συμφέροντα.
Η Ελλάδα είναι πιστός σύμμαχος αλλά όχι δεδομένος, μέχρι αφέλειας.
Και αυτό πρέπει να είναι ένα μήνυμα προς όλους.
Το τονίζω προς όλους.
Δεν μπορεί να μην αντιδρούμε αποτελεσματικά και να μην χρησιμοποιούμε όλα τα δικαιώματα και τα διπλωματικά όπλα που έχουμε στη διάθεση μας, όταν κράτη-μέλη της Ε.Ε. πωλούν όπλα στους γείτονές μας.
Γιατί τότε, δεν μπορούμε να μιλάμε για κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας της Ε.Ε.
Και εμείς, δεν έχουμε μόνο θεωρητικές προσεγγίσεις σε αυτό το ζήτημα.
Ό,τι λέμε το εννοούμε.
Ο πρόεδρός μας, ο Νίκος Ανδρουλάκης ήταν αυτός που στηλίτευσε την απόφαση της Ισπανίας και του κ. Σάντσεζ να εξοπλίσει την Τουρκία, με σχετική ερώτηση στον κ. Μπορέλ στις 19 Νοεμβρίου.
Ο πρόεδρός του Κινήματος Αλλαγής ήταν αυτός που στην πρόσφατη προσύνοδο των Ευρωπαίων σοσιαλιστών στις 16 Δεκεμβρίου, ζήτησε εκ νέου να συζητηθεί το εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία σε επίπεδο συμβουλίου υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε., εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία το οποίο είχε υπερψηφιστεί με δική του πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ήταν αυτός που μίλησε – στην ίδια προσύνοδο – για τον ‘’διεθνή ταραξία’’ που καταπατά τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου.
Δεν μπορούμε να δεχθούμε εκπτώσεις στα εθνικά μας κυριαρχικά δικαιώματα, με την αιτιολογία της παραμονής της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο.
Μια ανάλυση που είναι εξ ορισμού λάθος, που όποιοι την κάνουν βασίζονται σε λάθος δεδομένα.
Γιατί η Τουρκία, εδώ και καιρό, ουσιαστικά ακολουθεί το δικό της δρόμο στη διεθνή πολιτική, έξω και πέρα από τις θέσεις του δυτικού συστήματος ασφαλείας.
Και αυτό πρέπει να είναι ακόμα μήνυμα από την πλευρά μας.
Θέλω από αυτό το εδώ το βήμα να εκφράσω την πλήρη και απόλυτη εμπιστοσύνη μας στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, μαζί με μία υπόμνηση προς την κυβέρνηση.
Αυτούς πρέπει να ακούτε κύριε Υπουργέ της Εθνικής Άμυνας, να ακούτε τις εισηγήσεις τους για τις ανάγκες των Ενόπλων μας Δυνάμεων.
Αυτοί γνωρίζουν και πρέπει να καθορίζουν τις προτεραιότητες για την ανάπτυξη οπλικών συστημάτων και όχι όσοι έχουν άλλες ανάγκες και προτεραιότητες.
Μην το κάνετε όπως οι συνάδελφοι σας υπουργοί στη διαχείριση της πανδημίας, που παραμέρισαν τους επιστήμονες, τους υποβάθμισαν και έκαναν οι ίδιοι τους ειδικούς.
Και τα αποτελέσματα τα βλέπουμε.
Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι
Κλείνω όπως άρχισα.
Η σχολή σκέψης του Ανδρέα Παπανδρέου και οι αρχές μιας συγκροτημένης και δυναμικής εξωτερικής πολιτικής είναι επίκαιρες όσο ποτέ.
Για μια Ελλάδα που είναι πιστός σύμμαχος, αλλά δεν είναι δεδομένος όταν απειλούνται εθνικά, κυριαρχικά της δικαιώματα.
Για μια Ελλάδα που θα ασκεί μια εθνική, εξωτερική και αμυντική πολιτική που θα κάνει περήφανους όλους τους Έλληνες και θα διαμορφώνει τις προϋποθέσεις μιας πλατιάς εθνικής ενότητας.
Για μια Ελλάδα που δεν διεκδικεί αλλά και δεν παραχωρεί τίποτα.
Κύριε Τσίπρα, κάνατε ένα σοβαρό λάθος: αρνηθήκατε τη σύγκληση του Συμβουλίου Αρχηγών για το ζήτημα της συνθήκης των Πρεσπών.
Κύριε Μητσοτάκη συνεχίζετε και εσείς το ίδιο λάθος.
Η εθνική ενότητα χτίζεται και στην κορυφή και στη βάση.
Η εθνική συνεννόηση στα μείζονα ζητήματα της κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων αποτελούν όρο μα συνάμα και προϋπόθεση για ένα αρραγές εθνικό μέτωπο.
Ένα μέτωπο που θα τονώσει το αίσθημα ασφάλειας στον ελληνικό λαό και θα μεταδώσει το μήνυμα της αποφασιστικότητας στους εταίρους και συμμάχους μας.
Πάντα, φυσικά, με τις αναγκαίες ‘’κόκκινες’’ γραμμές.
Το Κίνημα Αλλαγής, σε κάθε συζήτηση για την εξωτερική και αμυντική πολιτική θα προσέρχεται πάντα με όρους εθνικής ενότητας.
Με πατριωτικές θέσεις, που απηχούν στη θέληση , την υπερηφάνεια και την αξιοπρέπεια του ελληνικού Λαού.
Με επιλογές που διασφαλίζουν την εθνική μας κυριαρχία, τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και μια ισχυρή Ελλάδα στην Ευρώπη και στον κόσμο.