Για να μιλάμε καθαρά, είναι άλλο πράγμα η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και…
Ομιλία στην Συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 148 του Κανονισμού της Βουλής, επί του κατατεθέντος πορίσματος της Εξεταστικής Επιτροπής «για τη διερεύνηση της επιχείρησης πολιτικής χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ευτελισμό των θεσμών και κατασπατάληση δημοσίου χρήματος», που ανακοινώθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής στις 20 Ιανουαρίου 2022.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η σημερινή συζήτηση διεξάγεται στη σκιά μιας θλιβερής, πέρα για πέρα υπόθεσης.
Μιας υπόθεσης που αποτυπώνει μια κυνικότητα αλλά και μια ακραία εδραιωμένη καθεστωτική νοοτροπία.
Αναφέρομαι στην αφορμή για την οποία αποπέμφθηκε ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης.
Δύο Υπουργοί διαφορετικών περιόδων και διαφορετικών κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας , αποτύπωσαν ανάγλυφα αυτή τη νοοτροπία.
Την ώρα που η Ηλεία είχε υποστεί τη μεγαλύτερη οικολογική και περιβαλλοντική καταστροφή, με πληγές που ακόμα και σήμερα παραμένουν ανοιχτές.
Την ώρα που θρηνούσαμε ανθρώπινες ζωές.
Την ώρα που οι πολίτες ζητούσαν στήριξη και η Ηλεία ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανασυγκρότησης.
Αυτή την ώρα κάποιοι είχαν άλλες προτεραιότητες.
Γι’αυτό και προσπαθούσαν να μας πείσουν για τον ‘’στρατηγό άνεμο’’, τις ασύμμετρες απειλές και τους Τούρκους πράκτορες που ήθελαν, δήθεν, να ρίξουν τον Καραμανλή.
Αφού είχαν ήδη οδηγήσει τη χώρα στα οικονομικά βράχια, με την αλόγιστη διαχείριση, ιδιαίτερα της περιόδου 2007-2009.
Έστηναν μια ‘’εποποιία’’ με τριχίλιαρα, βλέποντας μόνο τις επόμενες εκλογές.
Και είναι βέβαιο ότι η Νέα Δημοκρατία του χθες και του σήμερα, έχει στο μυαλό της ανάλογες εποποιίες.
Ντροπή, Ντροπή, Ντροπή.
Πέρα, όμως, από τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, υπάρχουν αρκετοί υπουργοί που το τελευταίο διάστημα έχουν καταστήσει διάτρητο τον περιβόητο αξιακό κώδικα του κ. Μητσοτάκη.
Και παραμένουν στις θέσεις τους.
Η Νέα Δημοκρατία με αυτές τις πρακτικές, με αυτές τις συμπεριφορές και αυτές τις εποποιίες δεν φθείρει μόνο τον εαυτό της.
Φθείρει το πολιτικό σύστημα, τη σχέση εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στην πολιτική, φθείρει τους θεσμούς και την ίδια τη δημοκρατία.
Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,
Τα τελευταία χρόνια, η κυβερνητική εξουσία κάθε φορά δείχνει ένα ιδιαίτερο ‘’ενδιαφέρον’’, εντός εισαγωγικών, για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Το φαινόμενο αυτό εντάθηκε κατά τη θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης, όπου είχαμε μια ξεκάθαρη προσπάθεια ελέγχου και χειραγώγησης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και προσπάθεια δημιουργίας νέων συγκροτημάτων .
Μια προσπάθεια που απέτυχε, αφού συνδέθηκε με έωλες διαδικασίες αλλά και γιατί χρησιμοποιήθηκαν πλήρως διαβλητά και διάτρητα από κάθε άποψη πρόσωπα.
Δεν χρειάζεται να θυμίσω πρόσωπα και πράγματα. Ο κ.Καλογρίτσας είναι εδώ για να εκθέτει ανεπανόρθωτα την προηγούμενη κυβέρνηση για αυτές τις πρακτικές.
Είναι δεδομένο ότι και η σημερινή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δείχνει ‘’υψηλό ενδιαφέρον ‘’ για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Το αποδεικνύει η αδιαφάνεια και ο ερασιτεχνισμός που κυριάρχησαν στην επικοινωνία μεταξύ του Υπουργείου Τύπου και της διαφημιστικής εταιρείας που είχε αναλάβει την καμπάνια στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για την πανδημία, έστω και αν δεν μπορούν να στοιχειοθετηθούν οι κατηγορίες περί χειραγώγησης.
Το ερώτημα είναι γιατί αυτές οι δύο κυβερνήσεις δείχνουν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Και η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι γιατί τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκινούν από μια αντίληψη και νοοτροπία ελέγχου.
Μια καθεστωτική νοοτροπία που την βλέπουμε να εκδηλώνεται και σε άλλους τομείς του δημόσιου βίου.
Αποκαλυπτικά είναι και όσα συμβαίνουν στην Κεντρική Ενωση Επιμελητηρίων, όπου ο ανεξάρτητος και νηφάλιος λόγος του Προέδρου της κ.Χατζηθεοδοσίου δεν αρέσει στην κυβέρνηση , η οποία μεθοδεύει (μεθόδευσε) την απομάκρυνση του με πρωτοβουλία των κομματικών της στελεχών.
Η καθεστωτική νοοτροπία -η οποία αποτυπώνεται στη Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη- απαιτεί από τους επιμελητηριακούς θεσμούς να είναι χειροκροτητές της κυβέρνησης, να μην έχουν διαφορετική άποψη, να μην διεκδικούν, να μην καταθέτουν προτάσεις που δυσκολεύουν την κυβέρνηση, να μην κάνουν οτιδήποτε μπορεί να χαλάσει το αφήγημα του μεγάρου Μαξίμου ότι όλα πάνε καλά.
Προφανώς, κομματικά στελέχη, όπως ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ ο κ.Μπρατάκος, αποτελούν σύμφωνα με τον κ. Μητσοτάκη πρότυπο για τον επιμελητηριακό θεσμό, αφού μπορεί ταυτόχρονα να είναι και πρόεδρος κεντρικού επιμελητηρίου και γενικός διευθυντής της Νέας Δημοκρατίας.
Με το ένα πρόσωπο ή προσωπείο, δηλαδή, ασχολείται με τα προβλήματα εμπόρων και επιχειρηματιών που ζητούν λύσεις από την κυβέρνηση και με το άλλο πρόσωπο ασχολείται με το κυβερνητικό κόμμα που πρέπει να δώσει λύσεις στα προβλήματα αυτά.
Ούτε σε τριτοκοσμικές χώρες δε συμβαίνουν αυτά, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Αυτός είναι ο ‘’αξιακός κώδικας’’ του κ. Μητσοτάκη.
Ένας κώδικας όπου δεν υπάρχουν προφανή θεσμικά ασυμβίβαστα, δεν υφίσταται στοιχειώδης δεοντολογία και σεβασμός σε κοινωνικούς εταίρους και παραγωγικές τάξεις.
Υπάρχει μόνο το κομματικό συμφέρον, στο δρόμο προς τις εθνικές εκλογές.
Και αυτό διασφαλίζεται μόνο όταν το κόμμα ελέγχει τους θεσμούς, τους φορείς, τους κοινωνικούς εταίρους, οποιονδήποτε μπορεί να αρθρώσει – θεσμικά- δημόσιο λόγο.
Aυτή η νοοτροπία πηγάζει από την αδυναμία παραγωγής πολιτικής και από τη δυσανεξία στη διαφορετική άποψη, λογική και πρακτική που γίνονται πλέον αντιληπτές από τους πολίτες.
Και αυτή η νοοτροπία οδηγεί στην αναζήτηση στηριγμάτων για να δημιουργηθεί μια διαφορετική πραγματικότητα ή για την ακρίβεια να κρυφτεί όσο το δυνατόν περισσότερο η πραγματικότητα.
Όπως είχε πει, όμως, ο μεγάλος διανοητής του 20ου αιώνα, ο Κορνήλιος Καστοριάδης ‘’ Καμία πολιτική αξία δεν μπορεί να θεμελιωθεί πάνω στο ψέμα.’’
Δεν θα ήθελα να αναφερθώ στην εξεταστική επιτροπή που συστάθηκε και θα εξηγήσω το λόγο.
Στην πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση θεσπίστηκε η δυνατότητα της αντιπολίτευσης -και δη της αξιωματικής αντιπολίτευσης-να ζητά και να πετυχαίνει τη σύσταση εξεταστικών επιτροπών, έστω και με όρους κοινοβουλευτικής μειοψηφίας.
Με τη διαφορά ότι αυτή η συνταγματική αλλαγή δεν έφερε και την αντίστοιχη προσαρμογή στον κανονισμό της Βουλής, με αποτέλεσμα η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία σε κάθε εξεταστική επιτροπή να εξουδετερώνει αυτή τη συνταγματική αλλαγή.
Να μην αφήνει περιθώρια για να ασκηθεί η οποιαδήποτε ουσιαστική έρευνα, ο οποιοσδήποτε έλεγχος, αφού η κυβερνητική πλειοψηφία η οποία διαφωνούσε με τον λόγο σύστασης της εν λόγω επιτροπής, καθόριζε τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργήσει η επιτροπή και το αν θα οδηγηθεί… όχι σε αποτέλεσμα, αλλά στο κενό.
Από εκεί και πέρα , κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όσοι θέλουν να κρατήσουν τη σημερινή συζήτηση αυστηρά στο πλαίσιο του πορίσματος της Εξεταστικής Επιτροπής, δεν θέλουν να γίνει μια ουσιαστική συζήτηση για τα πραγματικά προβλήματα.
Ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα:
1ον) Η μειωμένη αξιοπιστία και η αίσθηση του χαμηλού βαθμού αυτονομίας της πολιτικής.
Μια εντύπωση που κυριαρχεί στους πολίτες και διατρέχει –ως άποψη των πολιτών- όλο το πολιτικό σύστημα.
Μας αγγίζει όλους.
2ον) Η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, η ακύρωση ουσιαστικά με αυτό τον τρόπο του θεσμικού ρόλου που πρέπει να παίζει ο Τύπος-έντυπος και ηλεκτρονικός- στη δημοκρατία.
Με δεδομένο ότι καλπάζει η 4η βιομηχανική επανάσταση και η τεχνολογική πρόοδος έχει εκτοξεύσει την ταχύτητα της πληροφόρησης και της παραπληροφόρησης.
Και αυτό, θεωρώντας τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, όχι ως τις μοναδικές πλατφόρμες μαζικού, δημοσίου, δημοκρατικού διαλόγου αλλά σίγουρα τις πιο έγκριτες, τους δημοσιογράφους ως πραγματικούς λειτουργούς της ενημέρωσης και τους πολίτες ως ενημερωμένους και συμμέτοχους δρώντες της πολιτικής πραγματικότητας.
3ον) Το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στις χαμηλότερες θέσεις συγκριτικά με τα λοιπά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά στην ελευθερία του τύπου.
Σε σύνολο 180 χωρών που μετρά ο Δείκτης Ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, η Ελλάδα υποχώρησε στη θέση 70η θέση το 2021, από την 65η θέση το 2020.
4ον) Η κρίση, η αμφισβήτηση και η δυσπιστία απέναντι σε μια καθαρά επιστημονική διαδικασία όπως είναι και όπως θα έπρεπε να είναι οι δημοσκοπήσεις.
Το γεγονός των μεγάλων αποκλίσεων και των αποτυχιών που έχουν καταγραφεί το τελευταίο διάστημα στις δημοσκοπήσεις, εσωκομματικού κυρίως περιεχομένου, ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση που πρέπει να γίνει, αλλά δεν γίνεται.
Όπως δεν γίνεται ή κάποιοι δεν θέλουν να γίνει αυτή η συζήτηση και για τα τρία προηγούμενα ζητήματα που έθεσα, τρία υπαρκτά και δομικά προβλήματα.
Και τα τέσσερα όμως ζητήματα , συνδέονται με την ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Γιατί δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς ελευθερία του λόγου και πολυφωνία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης .
Δεν υπάρχει δημοκρατία και κράτος δικαίου όταν οι δημοσιογράφοι εργάζονται κάτω από την ορατή ή αόρατη απειλή μιας απόλυσης.
Δεν υπάρχει δημοκρατία όταν δεν υπάρχει διαφάνεια, δεν υφίστανται κανόνες στη διανομή της κρατικής διαφήμισης.
Δεν υπάρχει δημοκρατία όταν αυτός που ασκεί κριτική, διεκδικεί την αυτονομία του ή έχει διαφορετική άποψη στοχοποιείται και οδηγείται σε πολιτική και -σε κάποιες περιπτώσεις- ηθική εξόντωση.
Δεν νοείται δημοκρατία όταν η ερευνητική δημοσιογραφία αντιμετωπίζεται ως απειλή.
Όταν δεν διασφαλίζεται η ελεύθερη και ανεμπόδιστη έκφραση.
Όταν πνίγεται η φωνή όποιου ή όποιων διαφωνούν με την εκάστοτε εξουσία.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Για να αναβαθμιστεί η ποιότητα της δημοκρατίας αλλά και να αντιμετωπιστούν αυτές οι παθογένειες, που δεν βρίσκονται στη σφαίρα του φανταστικού, θα πρέπει να λειτουργούν οι θεσμοί και τα θεσμικά αντίβαρα σε αυτή τη χώρα.
Και να υπάρχει και μια κυβέρνηση που εγγυάται την λειτουργία των θεσμών.
Ένας θεσμός ελέγχου είναι το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο.
Το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο αποτελεί θεσμό που έχει τη σφραγίδα του ΠΑΣΟΚ, μια ανεξάρτητη αρχή που κατοχυρώθηκε συνταγματικά το 2001 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Ο θεσμός αυτός, όμως, είναι ανίσχυρος και απονευρωμένος.
Στερείται προσωπικού για να ασκήσει έλεγχο στην τήρηση των κανόνων της πολυφωνίας και της διαφάνειας στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και στις σχέσεις πολιτικής εξουσίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης .
Στερείται αποφασιστικών και κυρίαρχων αρμοδιοτήτων.
Φτάνει μόνο να επισημάνει κανείς ότι οι όποιες διοικητικές κυρώσεις έχει επιβάλει το ΕΣΡ σε Μέσα Ενημέρωσης για παραβίαση της αρχής της πολυφωνίας έχουν ακυρωθεί στο Συμβούλιο Επικρατείας.
Και αυτό γιατί το Συμβούλιο Επικρατείας ζητά να αιτιολογηθεί η επιβολή κυρώσεων με τεκμηριωμένες διαπιστώσεις που απουσιάζουν από τις αποφάσεις κυρώσεων που επιβάλλει στο ΕΣΡ.
Γιατί πολύ απλά , το ΕΣΡ δεν έχει το αναγκαίο προσωπικό για να τεκμηριώνει με στοιχεία την παραβίαση της πολυφωνίας και την επιβολή κυρώσεων.
Προφανώς, κάποιους συμφέρει το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο να αποτελεί ένα διακοσμητικό όργανο, να είναι ένας θεσμός-κέλυφος.
Σίγουρα, όμως, αυτή η κατάσταση δεν είναι προς το συμφέρον της πολυφωνίας, της διαφάνειας και του ελέγχου οποιασδήποτε προσπάθειας χειραγώγησης, από όπου και αν προέρχεται.
Άρα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το πρώτο προαπαιτούμενο είναι να λειτουργήσει ο θεσμός του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου.
Να ενισχυθούν η ανεξαρτησία και οι εξουσίες του και κυρίως να ενισχυθεί με το απαιτούμενο προσωπικό για την άσκηση αυτών των εξουσιών.
Να ασκεί εποπτικό ρόλο στις δημοσκοπήσεις και να μπορεί να ελέγχει τη δυνατότητα ενός φορέα να υλοποιεί έρευνες κοινής γνώμης, όπως τις υποδομές και το επιστημονικό προσωπικό και όχι οι προϋποθέσεις αυτές για τους φορείς να εξαντλούνται στη δωδεκάμηνη λειτουργία ή σε ζητήματα χρηματοοικονομικής φύσεως, όπως ο τζίρος 150.000 ευρώ ή επάρκειας υλοποίησης ερευνών (ύπαρξη call center)
Να δημιουργήσει το ΕΣΡ θεσμικές συνεργασίες με διεθνείς φορείς, όπως η WAPOR (World Association of Public Opinion Research) και η ESOMAR (European Society for Opinion and Marketing Reseaech).
Να διαθέτει αποθετήριο δημοσκοπήσεων και ερευνών διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή σε open data, κάτι το οποίο δε υφίσταται σήμερα με αποτέλεσμα για να μπορέσει κάποιος να βρει μια έρευνα κοινής γνώμης μιας περιόδου να χρειάζεται να την αναζητήσει στη Wikipedia.
Να ενημερώνεται το ΕΣΡ θεσμικά για τις δαπάνες κομμάτων και φορέων που χρηματοδοτούνται από τον κρατικό κορβανά σχετικά με τις έρευνες που παραγγέλνουν, στοιχείο που προβλέπεται σήμερα μόνο απολογιστικά.
Nα μπορεί να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο για τη διαφάνεια στα οικονομικά δεδομένα που συνδέονται με τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τη χρηματοδότηση τους, την κρατική και ιδιωτική διαφημιστική δαπάνη, αλλά και τους όρους με τους οποίους διαμορφώνεται και αν συνάδουν αυτοί οι όροι με τους κανόνες του ανταγωνισμού και της διαφάνειας.
Αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, ώστε να ενισχυθεί η αυτονομία της πολιτικής, να αυξηθεί η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία της πολιτικής και των μέσων μαζικής ενημέρωσης αλλά και ο δείκτης διαφάνειας στο δημόσιο βίο.
Μαζί με:
- Τη λειτουργία ενός κέντρου δημοσίευσης όλων των ερευνών, όπως το κρατικό CVVM στην Τσεχία, το οποίο υπό την αιγίδα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης θα λειτουργούσε με την ευθύνη Πανεπιστημιακού Ιδρύματος ή Ινστιτούτου.
Για μεγαλύτερες εγγυήσεις διαφάνειας, θα ήταν δόκιμο η επιστημονική ευθύνη αυτού του κέντρου να ήταν κυλιόμενη χρονικά και να υπολείπεται ή να ξεπερνά έναν εκλογικό κύκλο.
- Την εξοικείωση των πολιτών με τις έρευνες, οι οποίες δεν μπορεί να είναι μόνο πολιτικές
- Τη διαφάνεια στα δεδομένα –open data- open archives. Στην Ελλάδα opendata ερευνών διαθέτει μόνο η διαNEOSIS.
- Τη βελτίωση της ποιότητας των ερευνών, αφού οι υφιστάμενες μεθοδολογίες πάσχουν ενώ είναι πολύ αργός ο χρόνος αλλαγής τους. Π.χ. λείπει ένα αξιόπιστο δειγματοληπτικό πλαίσιο κινητών τηλεφώνων το οποίο, λόγω προσωπικών δεδομένων, είναι δύσκολο να συγκροτηθεί, ενώ και οι έρευνες μέσω διαδικτύου υιοθετούν μιας αμφίβολης ποιότητας διαδικασία δειγματοληψίας.
Αυτή είναι οι ξεκάθαρες θέσεις και οι προτάσεις του Κινήματος Αλλαγής.
Προφανώς δεν αρέσουν οι καθαρές θέσεις μας και κάποιοι , μη έχοντας σοβαρό αντίλογο σε όλα αυτά, θα μας προσάψουν την κατηγορία των ίσων αποστάσεων ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και στον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν υπάρχει πιο ανακριβής κατηγορία.
Γιατί τις πραγματικές πολιτικές των ίσων αποστάσεων τις είδαμε στην αντίδραση τόσο της Νέας Δημοκρατίας όσο και του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην κυβέρνηση Καραμανλή.
Τόσο για τη στάση της στις φονικές πυρκαγιές του 2007, όσο και για τη χρεοκοπία της χώρας
Στην πραγματικότητα , κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν κρατάμε ίσες αποστάσεις.
Στην πραγματικότητα ,θέλουμε, είναι επιλογή μας και τηρούμε μεγάλες αποστάσεις τόσο από τη Νέα Δημοκρατία όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί δεν μας αρέσουν , γιατί μας απωθούν οι πρακτικές τους.
Μας απωθεί η τεχνητή πόλωση, η οξύτητα, οι ακρότητες , ο λαϊκισμός, οι νεοσυντηρητικές, αυταρχικές και αντικοινωνικές αντιλήψεις, ο διχαστικός σας λόγος.
Όχι λοιπόν ίσες αποστάσεις.
Μακριά από όλα αυτά.
Και το χειρότερο για εσάς είναι ότι φεύγουν μακριά σας όλο και περισσότεροι, γιατί συνειδητοποιούν που οδηγείτε τη χώρα και τους πολίτες.
Γιατί, ασχέτως του τι λέτε, κύριοι της κυβέρνησης, όλες οι πράξεις σας κατατείνουν σε μια προετοιμασία του εδάφους για τις επόμενες εκλογές.
Σε αυτές εντάσσονται αποφάσεις που είτε λαμβάνονται γρηγορότερα για λόγους ψηφοθηρίας ή μετατίθενται για μετά τις εκλογές για λόγους πολιτικού κόστους.
Και φυσικά, η στρατηγική της οξύτητας και της τεχνητής πόλωσης.
Γιατί για κάποιους, αυτό το πολιτικό σκηνικό παρακμής είναι τρόπος επιβίωσης.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Οι επόμενες γενιές και οι Έλληνες πολίτες αξίζουν να ζουν σε μια καλύτερη χώρα.
Σε μια χώρα που θα υπάρχουν πολιτικοί που αναλαμβάνουν και αποδίδουν ευθύνες.
Σε μια χώρα που θα λειτουργούν σταθεροί κανόνες και ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος με ένα αποτελεσματικό δίκτυ προστασίας για τους ευάλωτους και τους μη προνομιούχους.
Σε μια χώρα που υπουργοί και πρωθυπουργοί δεν θα μοιράζουν τριχίλιαρα και διχίλιαρα για να κλείσουν στόματα, να εκμαυλίσουν συνειδήσεις ή για να μείνουν λίγο ακόμα στην εξουσία.
Σε μια χώρα που θα κατοχυρώσει την αξιοκρατία, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την αξιολόγηση παντού.
Σε μια χώρα που θα επανέλθει η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, ο σεβασμός στο κράτος δικαίου, η ποιοτική σχέση κράτους και κοινωνίας, η ειλικρίνεια στη σχέση της πολιτείας με τους πολίτες.
Αυτή τη χώρα οραματιζόμαστε στο ΠΑΣΟΚ και για αυτή τη χώρα θα αγωνιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις.